τοπογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η τοπογράφος οι τοπογράφοι
      γενική του/της τοπογράφου των τοπογράφων
    αιτιατική τον/την τοπογράφο τους/τις τοπογράφους
     κλητική τοπογράφε τοπογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοπογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική topographe ( < topographie) < ελληνιστική κοινή τοπογράφος (<τοπογραφία) < αρχαία ελληνική τόπ(ος) + -ο- + -γράφος (-graphe)

Ουσιαστικό

τοπογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.