αρθρογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αρθρογράφος | οι | αρθρογράφοι |
| γενική | του/της | αρθρογράφου | των | αρθρογράφων |
| αιτιατική | τον/την | αρθρογράφο | τους/τις | αρθρογράφους |
| κλητική | αρθρογράφε | αρθρογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αρθρογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που γράφει άρθρα στον έντυπο ή τον ηλεκτρονικό τύπο
Συγγενικά
- αρθρογράφημα
- αρθρογραφία
- αρθρογραφικά
- αρθρογραφικός
- αρθρογραφώ
- → δείτε τις λέξεις άρθρο και γράφω
Μεταφράσεις
αρθρογράφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.