καρδιογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρδιογράφος οι καρδιογράφοι
      γενική του καρδιογράφου των καρδιογράφων
    αιτιατική τον καρδιογράφο τους καρδιογράφους
     κλητική καρδιογράφε καρδιογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρδιογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: cardiographe < αρχαία ελληνική καρδία καρδιο- + -γράφος γράφω

Προφορά

ΔΦΑ : /kaɾ.ði.oˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρδιογράφος

Ουσιαστικό

καρδιογράφος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.