μυθογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | μυθογράφος | οι | μυθογράφοι |
| γενική | του/της | μυθογράφου | των | μυθογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | μυθογράφο | τους/τις | μυθογράφους |
| κλητική | μυθογράφε | μυθογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυθογράφος < ελληνιστική κοινή μυθογράφος < αρχαία ελληνική μῦθ(ος) + -ο- + -γράφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.θoˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυ‐θο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
μυθογράφος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
- μυθογραφία
- μυθογραφώ
- → δείτε τις λέξεις μύθος και γράφω
Μεταφράσεις
μυθογράφος
|
|
Πηγές
- μυθογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μυθογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μυθογράφος | οἱ | μυθογράφοι | ||||
| γενική | τοῦ | μυθογράφου | τῶν | μυθογράφων | ||||
| δοτική | τῷ | μυθογράφῳ | τοῖς | μυθογράφοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | μυθογράφον | τοὺς | μυθογράφους | ||||
| κλητική ὦ! | μυθογράφε | μυθογράφοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυθογράφω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυθογράφοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μυθογράφος (ελληνιστική κοινή) < Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική μῦθ(ος) + -ο- + -γράφος
Παράγωγα
- μυθογραφέω
- μυθογραφία
Πηγές
- μυθογράφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυθογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.