σχολιογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | σχολιογράφος | οι | σχολιογράφοι |
| γενική | του/της | σχολιογράφου | των | σχολιογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | σχολιογράφο | τους/τις | σχολιογράφους |
| κλητική | σχολιογράφε | σχολιογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχολιογράφος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σχολιογράφος αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σχολιογράφος
|
|
Πηγές
- σχολιογράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σχολιογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.