ταχυγράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ταχυγράφος οι ταχυγράφοι
      γενική του/της ταχυγράφου των ταχυγράφων
    αιτιατική τον/την ταχυγράφο τους/τις ταχυγράφους
     κλητική ταχυγράφε ταχυγράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταχυγράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταχυγράφος < ταχυ- + -γράφος

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.çiˈɣra.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταχυγράφος

Ουσιαστικό

ταχυγράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.