ταχυγράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ταχυγράφος | οι | ταχυγράφοι |
| γενική | του/της | ταχυγράφου | των | ταχυγράφων |
| αιτιατική | τον/την | ταχυγράφο | τους/τις | ταχυγράφους |
| κλητική | ταχυγράφε | ταχυγράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταχυγράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταχυγράφος < ταχυ- + -γράφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.çiˈɣra.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐χυ‐γρά‐φος
Συγγενικά
- ταχυγραφία
- ταχυγραφικός
- ταχυγραφώ
- → δείτε τις λέξεις ταχύς και γράφω
Μεταφράσεις
ταχυγράφος
|
|
Πηγές
- ταχυγράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ταχυγράφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- ταχυγράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.