φτωχός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φτωχός | η | φτωχή & φτωχιά |
το | φτωχό |
| γενική | του | φτωχού | της | φτωχής & φτωχιάς |
του | φτωχού |
| αιτιατική | τον | φτωχό | τη | φτωχή & φτωχιά |
το | φτωχό |
| κλητική | φτωχέ | φτωχή & φτωχιά |
φτωχό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φτωχοί | οι | φτωχές | τα | φτωχά |
| γενική | των | φτωχών | των | φτωχών | των | φτωχών |
| αιτιατική | τους | φτωχούς | τις | φτωχές | τα | φτωχά |
| κλητική | φτωχοί | φτωχές | φτωχά | |||
| Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φτωχός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτωχός < πτωχός με ανομοίωση άρθρωσης [pt] > [ft]< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχός (ζητιάνος) [1]
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ftoˈxos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτω‐χός
Επίθετο
φτωχός, -ή/-ιά, -ό
- που βρίσκεται σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση, που δε διαθέτει χρήματα ούτε για τα απαραίτητα
- που είναι πολύ ταλαιπωρημένος και δυστυχής ή που υστερεί σημαντικά σε κάποιον τομέα, χωρίς αναγκαστικά να βρίσκεται και σε δεινή οικονομική κατάσταση
- ↪ Τι να σου κάμει κι αυτός, ο φτωχός, αφού από τότε που έχασε τη γυναίκα του τρέχει και δε φτάνει με τέσσερα παιδιά.
- ↪ Μωρέ λεφτά έχει ένα σωρό -στο μυαλό είναι φτωχός!
- (θηλυκό, μόνο φτωχή) ευτελής (για αντικείμενα) ή του τσιγγούνικος (για εκδηλώσεις)
- ↪ Φτωχή διοργάνωση, βρε παιδί μου. Μέτριος ο μπουφές, δεν είχαν ούτε καν λίγη ζωντανή μουσική και έδιναν την εντύπωση ότι κανείς δε συντόνιζε το παραμικρό.
- ↪ δε στέλνεις σε γάμο τόσο φτωχό δώρο
Αντώνυμα
Εκφράσεις
- όπου φτωχός κι η μοίρα του
Συγγενικά
|
με φτωχ-
και |
με πτωχ-
και
|
Μεταφράσεις
Αναφορές
- φτωχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- φτωχός < πτωχός με ανομοίωση άρθρωσης [pt] > [ft]< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχός (ζητιάνος) [1]
Αναφορές
- φτωχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- «πτωχός» σελ.311, Τόμος 18 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.