φτωχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φτωχικός | η | φτωχική | το | φτωχικό |
| γενική | του | φτωχικού | της | φτωχικής | του | φτωχικού |
| αιτιατική | τον | φτωχικό | τη | φτωχική | το | φτωχικό |
| κλητική | φτωχικέ | φτωχική | φτωχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φτωχικοί | οι | φτωχικές | τα | φτωχικά |
| γενική | των | φτωχικών | των | φτωχικών | των | φτωχικών |
| αιτιατική | τους | φτωχικούς | τις | φτωχικές | τα | φτωχικά |
| κλητική | φτωχικοί | φτωχικές | φτωχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φτωχικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχικός με ανομοίωση του τρόπου της άρθρωσης [pf] < [ft] [1] < πτωχ(ός)+ -ικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /fto.çiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτω‐χι‐κός
Επίθετο
φτωχικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
Αναφορές
- φτωχικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
φτωχικός < πτωχικ(ός) με ανομοίωση του τρόπου της άρθρωσης [pf] < [ft] [1] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχικός. Μορφολογικά, φτωχ(ός) + -ικός.
Αναφορές
- φτωχικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.