φτωχικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτωχικός η φτωχική το φτωχικό
      γενική του φτωχικού της φτωχικής του φτωχικού
    αιτιατική τον φτωχικό τη φτωχική το φτωχικό
     κλητική φτωχικέ φτωχική φτωχικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτωχικοί οι φτωχικές τα φτωχικά
      γενική των φτωχικών των φτωχικών των φτωχικών
    αιτιατική τους φτωχικούς τις φτωχικές τα φτωχικά
     κλητική φτωχικοί φτωχικές φτωχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φτωχικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχικός με ανομοίωση του τρόπου της άρθρωσης [pf] < [ft] [1] < πτωχ(ός)+ -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /fto.çiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτωχικός

Επίθετο

φτωχικός, -ή, -ό

  • που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε φτωχό
    φτωχική ζωή
    φτωχικό σπίτι  δείτε και το ουσιαστικό φτωχικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φτωχός

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

φτωχικός < πτωχικ(ός) με ανομοίωση του τρόπου της άρθρωσης [pf] < [ft] [1] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτωχικός. Μορφολογικά, φτωχ(ός) + -ικός.

Επίθετο

φτωχικός

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φτωχός & με πτωχ- τη λέξη πτωχός

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.