θεόφτωχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεόφτωχος η θεόφτωχη το θεόφτωχο
      γενική του θεόφτωχου της θεόφτωχης του θεόφτωχου
    αιτιατική τον θεόφτωχο τη θεόφτωχη το θεόφτωχο
     κλητική θεόφτωχε θεόφτωχη θεόφτωχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεόφτωχοι οι θεόφτωχες τα θεόφτωχα
      γενική των θεόφτωχων των θεόφτωχων των θεόφτωχων
    αιτιατική τους θεόφτωχους τις θεόφτωχες τα θεόφτωχα
     κλητική θεόφτωχοι θεόφτωχες θεόφτωχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεόφτωχος < θεο- + φτωχός

Επίθετο

θεόφτωχος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.