πένης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πένης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πένης < πένομαι

Ουσιαστικό

πένης αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση)

Εκφράσεις

  • φτωχός και πένης (με επιτατική επανάληψη)

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πένης < πένομαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πένης αρσενικό

  1. αυτός που δουλεύει για το καθημερινό ψωμί του, μεροκαματιάρης, φτωχός άνθρωπος, που διακρίνεται από τον ζητιάνο
  2. φτωχός άνθρωπος
      τῆς δ᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν βορᾶς | ἐς σμικρὸν ἥκει· πᾶς γὰρ ἐμπλησθεὶς ἀνὴρ | ὁ πλούσιός τε χὠ πένης ἴσον φέρει. Ευριπίδης Ηλέκτρα, στ. 430, 413 π.Χ.
    Για το φαγί της κάθε μέρας είναι | το έξοδο μικρό· γιατί ο καθένας, | και πλούσιος και φτωχός, άμα χορτάσει, | την ίδιαν ευχαρίστηση θα νιώθει.
    (Τάσος Ρούσσος, Ευριπίδης, «Ηλέκτρα», Ακαδημία Αθηνών, 1988)
      1ος/2ος αιώνας κε Πλούταρχος, Περὶ τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς λόγος Β', 2.13 (343c) @scaife.perseus
    εἰ δὲ τούτων καὶ τῶν ὁμοίων ἀνδρῶν ἕκαστος πένης μὲν ἢ πλούσιος ἢ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρὸς ἢ ἄμορφος ἢ καλὸς ἢ εὔγηρως ἢ ὠκύμορος διὰ τύχην γέγονε,
  3. (ελληνιστική σημασία) φτωχός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.