φτωχά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ftoˈxa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτω‐χά
Μεταφράσεις
φτωχά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φτωχά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φτωχός
Αναφορές
- φτωχός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φτωχά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φτωχός - άλλη μορφή του πτωχά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.