φιλόπτωχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλόπτωχος | η | φιλόπτωχη | το | φιλόπτωχο |
| γενική | του | φιλόπτωχου | της | φιλόπτωχης | του | φιλόπτωχου |
| αιτιατική | τον | φιλόπτωχο | τη | φιλόπτωχη | το | φιλόπτωχο |
| κλητική | φιλόπτωχε | φιλόπτωχη | φιλόπτωχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλόπτωχοι | οι | φιλόπτωχες | τα | φιλόπτωχα |
| γενική | των | φιλόπτωχων | των | φιλόπτωχων | των | φιλόπτωχων |
| αιτιατική | τους | φιλόπτωχους | τις | φιλόπτωχες | τα | φιλόπτωχα |
| κλητική | φιλόπτωχοι | φιλόπτωχες | φιλόπτωχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλόπτωχος, ος, ο < μεσαιωνική ελληνική φιλόπτωχος < φίλος + πτωχός
Επίθετο
φιλόπτωχος, η, ο(διατηρεί λόγια και το φιλόπτωχος στο θηλυκό)
- ο φιλάνθρωπος, που βοηθά τους φτωχούς με τρόφιμα ή ρούχα και σπανίως με χρήματα
- ο φιλανθρωπικός (σύλλογος, δραστηριότητα, ταμείο) που βοηθά απόρους
- (με ειρωνική πτυχή), ο αστός ή μικροαστός που ασχολείται με φιλανθρωπίες στο πλαίσιο κοινωνικής δραστηριότητας για το θεαθήναι ή ο σύλλογος ή φορέας που χορηγεί χρήματα σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες επειδή τα αντίστοιχα ποσά εκπίπτουν από την εφορία
Μεταφράσεις
φιλόπτωχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.