ταλαίπωρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταλαίπωρος | η | ταλαίπωρη | το | ταλαίπωρο |
| γενική | του | ταλαίπωρου | της | ταλαίπωρης | του | ταλαίπωρου |
| αιτιατική | τον | ταλαίπωρο | την | ταλαίπωρη | το | ταλαίπωρο |
| κλητική | ταλαίπωρε | ταλαίπωρη | ταλαίπωρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταλαίπωροι | οι | ταλαίπωρες | τα | ταλαίπωρα |
| γενική | των | ταλαίπωρων | των | ταλαίπωρων | των | ταλαίπωρων |
| αιτιατική | τους | ταλαίπωρους | τις | ταλαίπωρες | τα | ταλαίπωρα |
| κλητική | ταλαίπωροι | ταλαίπωρες | ταλαίπωρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
ταλαίπωρος < αρχαία ελληνική ταλαίπωρος < τάλας (< τλάω (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *telh₂-) + -πωρος (πβ. πωρός / πῶρος)
Επίθετο
ταλαίπωρος
- καταπονημένος σωματικά ή ψυχικά
- Άφησέ τον να κοιμηθεί, τον ταλαίπωρο!
- (μεταφορικά) άτυχος, δύστυχος, κακομοίρης
- Ένας ταλαίπωρος άνθρωπος είναι, όλα στραβά του βγήκανε!
Συγγενικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.