πτώχευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πτώχευση | οι | πτωχεύσεις |
| γενική | της | πτώχευσης* | των | πτωχεύσεων |
| αιτιατική | την | πτώχευση | τις | πτωχεύσεις |
| κλητική | πτώχευση | πτωχεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πτωχεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πτώχευση θηλυκό
- (νομ.) η γνωστοποίηση και επισημοποίηση της αδυναμίας πληρωμής ή εξώφλησης υποχρεώσεων είτε ατόμου, είτε επιχείρησης είτε κράτους, που έχει με τη σειρά της διάφορες νομικές συνέπειες για τον πτωχεύσαντα
- (κατ’ επέκταση) η αναπαραδιά
- Παιδιά, εγώ κηρύσσω πτώχευση, πληρώστε εσείς το λογαριασμό (π.χ. του μπαρ)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πτώχευση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.