φτωχαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φτωχαίνω < φτωχ(ός) + -αίνω [1][2] Δείτε και το μεσαιωνικό πτωχαίνω / φτωχαίνω.

Προφορά

ΔΦΑ : /ftoˈçe.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτωχαίνω

Ρήμα

φτωχαίνω, αόρ.: φτώχυνα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ενώ δεν ήμουν φτωχός, γίνομαι, χάνω περιουσία
  2. καθιστώ φτωχό έναν άλλο (του αφαιρώ εισόδημα)
  3. (μεταφορικά) έχω λιγότερη πνευματική περιουσία
    φτώχυνε από φίλους και οικογένεια

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. φτωχαίνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «φτωχός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

φτωχαίνω < πτωχαίνω με τροπή του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft]

Ρήμα

φτωχαίνω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.