νεόπτωχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεόπτωχος η νεόπτωχη το νεόπτωχο
      γενική του νεόπτωχου της νεόπτωχης του νεόπτωχου
    αιτιατική τον νεόπτωχο τη νεόπτωχη το νεόπτωχο
     κλητική νεόπτωχε νεόπτωχη νεόπτωχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεόπτωχοι οι νεόπτωχες τα νεόπτωχα
      γενική των νεόπτωχων των νεόπτωχων των νεόπτωχων
    αιτιατική τους νεόπτωχους τις νεόπτωχες τα νεόπτωχα
     κλητική νεόπτωχοι νεόπτωχες νεόπτωχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νεόπτωχος < νέος + -ο- + πτωχός

Προφορά

ΔΦΑ : /neˈo.pto.xs/

Επίθετο

νεόπτωχος -η -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.