φτωχούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φτωχούλης | η | φτωχούλα | το | φτωχούλικο |
| γενική | του | φτωχούλη | της | φτωχούλας | του | φτωχούλικου |
| αιτιατική | τον | φτωχούλη | τη | φτωχούλα | το | φτωχούλικο |
| κλητική | φτωχούλη | φτωχούλα | φτωχούλικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φτωχούληδες | οι | φτωχούλες | τα | φτωχούλικα |
| γενική | των | φτωχούληδων | — | των | φτωχούλικων | |
| αιτιατική | τους | φτωχούληδες | τις | φτωχούλες | τα | φτωχούλικα |
| κλητική | φτωχούληδες | φτωχούλες | φτωχούλικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φτωχούλης < φτωχ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Επίθετο
φτωχούλης, φτωχούλα, φτωχούλικο
- σχετικά φτωχός
- ουσιαστικοποιημένο:
- Ο Φτωχούλης του Θεού. Έργο του Νίκου Καζαντζάκη για τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, 1954
- ουσιαστικοποιημένο:
- (μεταφορικά) ο καημένος φτωχός, ο κακόμοιρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.