πτωχεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πτωχεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτωχεύω < πτωχός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ptoˈçe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτω‐χεύ‐ω
Ρήμα
πτωχεύω, αόρ.: πτώχευσα (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πτωχεύω | πτώχευα | θα πτωχεύω | να πτωχεύω | πτωχεύοντας | |
| β' ενικ. | πτωχεύεις | πτώχευες | θα πτωχεύεις | να πτωχεύεις | πτώχευε | |
| γ' ενικ. | πτωχεύει | πτώχευε | θα πτωχεύει | να πτωχεύει | ||
| α' πληθ. | πτωχεύουμε | πτωχεύαμε | θα πτωχεύουμε | να πτωχεύουμε | ||
| β' πληθ. | πτωχεύετε | πτωχεύατε | θα πτωχεύετε | να πτωχεύετε | πτωχεύετε | |
| γ' πληθ. | πτωχεύουν(ε) | πτώχευαν πτωχεύαν(ε) |
θα πτωχεύουν(ε) | να πτωχεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πτώχευσα | θα πτωχεύσω | να πτωχεύσω | πτωχεύσει | ||
| β' ενικ. | πτώχευσες | θα πτωχεύσεις | να πτωχεύσεις | πτώχευσε | ||
| γ' ενικ. | πτώχευσε | θα πτωχεύσει | να πτωχεύσει | |||
| α' πληθ. | πτωχεύσαμε | θα πτωχεύσουμε | να πτωχεύσουμε | |||
| β' πληθ. | πτωχεύσατε | θα πτωχεύσετε | να πτωχεύσετε | πτωχεύστε | ||
| γ' πληθ. | πτώχευσαν πτωχεύσαν(ε) |
θα πτωχεύσουν(ε) | να πτωχεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πτωχεύσει | είχα πτωχεύσει | θα έχω πτωχεύσει | να έχω πτωχεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πτωχεύσει | είχες πτωχεύσει | θα έχεις πτωχεύσει | να έχεις πτωχεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πτωχεύσει | είχε πτωχεύσει | θα έχει πτωχεύσει | να έχει πτωχεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πτωχεύσει | είχαμε πτωχεύσει | θα έχουμε πτωχεύσει | να έχουμε πτωχεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πτωχεύσει | είχατε πτωχεύσει | θα έχετε πτωχεύσει | να έχετε πτωχεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πτωχεύσει | είχαν πτωχεύσει | θα έχουν πτωχεύσει | να έχουν πτωχεύσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- πτωχεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτωχεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.