πτωχεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πτωχείᾱ | αἱ | πτωχεῖαι |
| γενική | τῆς | πτωχείᾱς | τῶν | πτωχειῶν |
| δοτική | τῇ | πτωχείᾳ | ταῖς | πτωχείαις |
| αιτιατική | τὴν | πτωχείᾱν | τὰς | πτωχείᾱς |
| κλητική ὦ! | πτωχείᾱ | πτωχεῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πτωχείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πτωχείαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πτωχεία < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πτωχεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτωχεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.