πτωχεία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πτωχεί αἱ πτωχεῖαι
      γενική τῆς πτωχείᾱς τῶν πτωχειῶν
      δοτική τῇ πτωχεί ταῖς πτωχείαις
    αιτιατική τὴν πτωχείᾱν τὰς πτωχείᾱς
     κλητική ! πτωχεί πτωχεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πτωχεί
γεν-δοτ τοῖν  πτωχείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτωχεία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πτωχεία, -ας θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.