δεινός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεινός η δεινή το δεινό
      γενική του δεινού της δεινής του δεινού
    αιτιατική τον δεινό τη δεινή το δεινό
     κλητική δεινέ δεινή δεινό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεινοί οι δεινές τα δεινά
      γενική των δεινών των δεινών των δεινών
    αιτιατική τους δεινούς τις δεινές τα δεινά
     κλητική δεινοί δεινές δεινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δεινός < αρχαία ελληνική δεινός

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈnos/

Επίθετο

δεινός, -ή, -ό

  1. φοβερός, πολύ κακός, πολύ άσχημος
    βρέθηκα σε δεινή θέση
  2. πολύ επιδέξιος σε κάτι
    είναι δεινός ρήτορας

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

δεινός < δέος

Επίθετο

δεινός

  1. τρομερός, φοβερός, τρομακτικός
  2. δεινός, εξαιρετικός, πολύ καλός
      5ος/4oς αιώνας πκε Πλάτων, Πολιτεία, 1.334a
    Ὅτου τις ἄρα δεινὸς φύλαξ, τούτου καὶ φώρ δεινός.
    Αν επομένως ο δίκαιος είναι ικανός να φυλάξει χρήματα, θα ήταν επίσης ικανότατος και να τα κλέψει.
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Γρυπάρης @greeklanguage.gr
  3. τα δεινά: οι κίνδυνοι, τα δεινοπαθήματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.