φτώχεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φτώχεια | οι | φτώχειες |
| γενική | της | φτώχειας | — | |
| αιτιατική | τη | φτώχεια | τις | φτώχειες |
| κλητική | φτώχεια | φτώχειες | ||
| Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Εκφράσεις
Συγγενικά
→ δείτε τη λέξη φτωχός
Σύνθετα
→ δείτε τη λέξη φτωχός
Μεταφράσεις
φτώχεια
|
→ δείτε τη λέξη φτώχια |
Αναφορές
- φτώχεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.