φτώχεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φτώχεια οι φτώχειες
      γενική της φτώχειας
    αιτιατική τη φτώχεια τις φτώχειες
     κλητική φτώχεια φτώχειες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτώχεια < φτωχ(ός) + -εια[1]

Ουσιαστικό

φτώχεια και φτώχια θηλυκό

Εκφράσεις

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  φτωχός

Σύνθετα

 δείτε τη λέξη  φτωχός

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.