διαθέτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαθέτω < διά + θέτω (πβ. αρχαία ελληνική διατίθημι) < αρχαία ελληνική τίθημι

Ρήμα

διαθέτω, παθητικό διατίθεμαι, παθητική μετοχή διατεθειμένος

  1. έχω, κατέχω
    ο Χ διαθέτει ρητορική δεινότητα και πειθώ
  2. παρέχω, προσφέρω κάτι για χρήση
    ο Γιώργος μάς διέθεσε και το αυτοκίνητό του όσο μας φιλοξενούσε
  3. πωλώ
    η εταιρεία μας διαθέτει στο εμπόριο αναψυκτικά
  4. ξοδεύω
    διαθέσαμε δύο χιλιάδες για τα πρώτα έξοδα

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.