διαθέτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαθέτω < διά + θέτω (πβ. αρχαία ελληνική διατίθημι) < αρχαία ελληνική τίθημι
Ρήμα
διαθέτω, παθητικό διατίθεμαι, παθητική μετοχή διατεθειμένος
Συγγενικά
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαθέτω | διέθετα | θα διαθέτω | να διαθέτω | διαθέτοντας | |
| β' ενικ. | διαθέτεις | διέθετες | θα διαθέτεις | να διαθέτεις | διέθετε | |
| γ' ενικ. | διαθέτει | διέθετε | θα διαθέτει | να διαθέτει | ||
| α' πληθ. | διαθέτουμε | διαθέταμε | θα διαθέτουμε | να διαθέτουμε | ||
| β' πληθ. | διαθέτετε | διαθέτατε | θα διαθέτετε | να διαθέτετε | διαθέτετε | |
| γ' πληθ. | διαθέτουν(ε) | διέθεταν διαθέταν(ε) |
θα διαθέτουν(ε) | να διαθέτουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διέθεσα | θα διαθέσω | να διαθέσω | διαθέσει | ||
| β' ενικ. | διέθεσες | θα διαθέσεις | να διαθέσεις | διέθεσε | ||
| γ' ενικ. | διέθεσε | θα διαθέσει | να διαθέσει | |||
| α' πληθ. | διαθέσαμε | θα διαθέσουμε | να διαθέσουμε | |||
| β' πληθ. | διαθέσατε | θα διαθέσετε | να διαθέσετε | διαθέστε | ||
| γ' πληθ. | διέθεσαν διαθέσαν(ε) |
θα διαθέσουν(ε) | να διαθέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διαθέσει | είχα διαθέσει | θα έχω διαθέσει | να έχω διαθέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διαθέσει | είχες διαθέσει | θα έχεις διαθέσει | να έχεις διαθέσει | έχε διατεθειμένο | |
| γ' ενικ. | έχει διαθέσει | είχε διαθέσει | θα έχει διαθέσει | να έχει διαθέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαθέσει | είχαμε διαθέσει | θα έχουμε διαθέσει | να έχουμε διαθέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διαθέσει | είχατε διαθέσει | θα έχετε διαθέσει | να έχετε διαθέσει | έχετε διατεθειμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν διαθέσει | είχαν διαθέσει | θα έχουν διαθέσει | να έχουν διαθέσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διατεθειμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διατεθειμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διατεθειμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διατεθειμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.