φτωχικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτωχικό τα φτωχικά
      γενική του φτωχικού των φτωχικών
    αιτιατική το φτωχικό τα φτωχικά
     κλητική φτωχικό φτωχικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτωχικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φτωχικός

Προφορά

ΔΦΑ : /fto.çiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτωχικό

Ουσιαστικό

φτωχικό ουδέτερο

  1. (με μετριοφροσύνη) φτωχικό σπίτι, ταπεινή κατοικία
     συνώνυμα: φτωχόσπιτο
  2. (κατ' επέκταση, οικείο) κάθε σπίτι, ακόμα και ένα πλουσιόσπιτο (με διάθεση μετριοφροσύνης και ταπεινότητας)
    καλωσήρθατε στο φτωχικό μας

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

φτωχικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.