σηματοδότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σηματοδότης οι σηματοδότες
      γενική του σηματοδότη των σηματοδοτών
    αιτιατική τον σηματοδότη τους σηματοδότες
     κλητική σηματοδότη σηματοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σηματοδότης < σηματο- (< σήμα) + -δοτης (< δίδω)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ma.toˈðo.tis/

Ουσιαστικό

σηματοδότης αρσενικό

  1. ηλεκτρονική συσκευή η οποία ρυθμίζει την κυκλοφορία οχημάτων, πεζών, τρένων κ.λπ. με τη μετάδοση φωτεινών σημάτων
  2. (γενικότερα) αυτός που μεταδίδει σήματα
  3. (επάγγελμα) εργαζόμενος στους σιδηροδρόμους με καθήκον τη ρύθμιση της κυκλοφορίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.