φανερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φανερωμένος | η | φανερωμένη | το | φανερωμένο |
| γενική | του | φανερωμένου | της | φανερωμένης | του | φανερωμένου |
| αιτιατική | τον | φανερωμένο | τη | φανερωμένη | το | φανερωμένο |
| κλητική | φανερωμένε | φανερωμένη | φανερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φανερωμένοι | οι | φανερωμένες | τα | φανερωμένα |
| γενική | των | φανερωμένων | των | φανερωμένων | των | φανερωμένων |
| αιτιατική | τους | φανερωμένους | τις | φανερωμένες | τα | φανερωμένα |
| κλητική | φανερωμένοι | φανερωμένες | φανερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φανερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φανερώνω
Μετοχή
φανερωμένος
- που έχει φανερωθεί, έχει γίνει φανερός
- φανερωμένο μυστικό (αυτό που εξέθεσε κάποιος ή βγήκε μόνο του στην επιφάνεια)
- η φανερωμένη εικόνα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φανερωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.