φανοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φανοποιός | οι | φανοποιοί |
| γενική | του | φανοποιού | των | φανοποιών |
| αιτιατική | τον | φανοποιό | τους | φανοποιούς |
| κλητική | φανοποιέ | φανοποιοί | ||
| Συνήθως αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.no.piˈos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νο‐ποι‐ός
Συγγενικά
- φανοποιείο
- → και δείτε τις λέξεις φανός και ποιώ
Μεταφράσεις
φανοποιός
|
Αναφορές
- φανοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.