ταινία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταινία | οι | ταινίες |
| γενική | της | ταινίας | των | ταινιών |
| αιτιατική | την | ταινία | τις | ταινίες |
| κλητική | ταινία | ταινίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταινία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταινία. Για το παράσιτο, ελληνιστική σημασία.
- για την κινηματογραφική ταινία < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bande [1]
Ουσιαστικό
ταινία θηλυκό
- στενή λωρίδα από ύφασμα ή άλλο υλικό που μπορεί και να τυλιχτεί σε ρολό
- εκφράσεις: μονωτική ταινία: αυτοκόλλητη ταινία που χρησιμοποιείται για να απομονωθούν ηλεκτρικά καλώδια
- (κινηματογράφος) κινηματογραφικό έργο με μεγάλη ή μικρή διάρκεια
- ↪ ταινία μεγάλου μήκους, ταινία μικρού μήκους
- (ιατρική, κτηνιατρική, παράσιτο) παρασιτικός οργανισμός που προσβάλλει τα έντερα του ανθρώπου και άλλων ζώων
- → δείτε τη λέξη εχινόκοκκος
Συγγενικά
- βιντεοταινία
- διπλοταινία (βιολογία)
- ζυγοταινία (βιολογία)
- λεπτοταινία (βιολογία)
- μαγνητοταινία
- μετροταινία
- παχυταινία (βιολογία)
- πορνοταινία
- πριονοταινία
- ταινιογραφία
- ταινιωτά
- ταινιωτός
- τηλεταινία
- χαρτοταινία
Μεταφράσεις
στενή λωρίδα υφάσματος ή άλλου υλικού
|
μονωτική ταινία
|
κινηματογραφικό έργο
Αναφορές
- ταινία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- ταινία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ταινία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
