ταινία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταινία οι ταινίες
      γενική της ταινίας των ταινιών
    αιτιατική την ταινία τις ταινίες
     κλητική ταινία ταινίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταινία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ταινία. Για το παράσιτο, ελληνιστική σημασία.

Προφορά

ΔΦΑ : /teˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ταινία
αυτοκόλλητη ταινία συσκευασίας

Ουσιαστικό

ταινία θηλυκό

  1. στενή λωρίδα από ύφασμα ή άλλο υλικό που μπορεί και να τυλιχτεί σε ρολό
    εκφράσεις: μονωτική ταινία: αυτοκόλλητη ταινία που χρησιμοποιείται για να απομονωθούν ηλεκτρικά καλώδια
  2. (κινηματογράφος) κινηματογραφικό έργο με μεγάλη ή μικρή διάρκεια
    ταινία μεγάλου μήκους, ταινία μικρού μήκους
  3. (ιατρική, κτηνιατρική, παράσιτο) παρασιτικός οργανισμός που προσβάλλει τα έντερα του ανθρώπου και άλλων ζώων
     δείτε τη λέξη εχινόκοκκος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.