φανέρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φανέρωση οι φανερώσεις
      γενική της φανέρωσης* των φανερώσεων
    αιτιατική τη φανέρωση τις φανερώσεις
     κλητική φανέρωση φανερώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φανερώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανέρωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φανέρω(σις) + -ση[1]

Ουσιαστικό

φανέρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.