κλεφτοφάναρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλεφτοφάναρο τα κλεφτοφάναρα
      γενική του κλεφτοφάναρου των κλεφτοφάναρων
    αιτιατική το κλεφτοφάναρο τα κλεφτοφάναρα
     κλητική κλεφτοφάναρο κλεφτοφάναρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλεφτοφάναρο < κλέφτης + -ο- + φανάρι + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /kle.ftoˈfa.na.ɾo/

Ουσιαστικό

κλεφτοφάναρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.