καραβοφάναρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβοφάναρο τα καραβοφάναρα
      γενική του καραβοφάναρου των καραβοφάναρων
    αιτιατική το καραβοφάναρο τα καραβοφάναρα
     κλητική καραβοφάναρο καραβοφάναρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραβοφάναρο < καράβι + φανάρι

Ουσιαστικό

καραβοφάναρο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος): πλωτός φάρος, πλοίο που αγκυροβολεί σε ειδικά σημεία φέροντας στο κατάστρωμα φάρο
  2. (μεταφορικά) το πλοίο ή σκάφος που βρίσκεται ακινητοποιημένο από μπλακ-άουτ
    έμεινε καραβοφάναρο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.