φανοποιείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φανοποιείο | τα | φανοποιεία |
| γενική | του | φανοποιείου | των | φανοποιείων |
| αιτιατική | το | φανοποιείο | τα | φανοποιεία |
| κλητική | φανοποιείο | φανοποιεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.no.piˈi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νο‐ποι‐εί‐ο
Μεταφράσεις
φανοποιείο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.