φαναρτζίδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φαναρτζίδικο | τα | φαναρτζίδικα |
| γενική | του | φαναρτζίδικου | των | φαναρτζίδικων |
| αιτιατική | το | φαναρτζίδικο | τα | φαναρτζίδικα |
| κλητική | φαναρτζίδικο | φαναρτζίδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαναρτζίδικο < φαναρτζ(ής) + -ίδικο
Προφορά
- ΔΦΑ : /fa.naɾˈd͡zi.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐ναρ‐τζί‐δι‐κο
Ουσιαστικό
φαναρτζίδικο ουδέτερο
- το συνεργείο του φαναρτζή. Συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων που ειδικεύεται κυρίως στην επισκευή του εξωτερικού μέρους (λαμαρίνες)
- ≈ συνώνυμα: λαμαρινάδικο, φανοποιείο (επίσημο)
Συγγενικά
- φαναρτζοδουλειά
- φαναρτζής
- → και δείτε τη λέξη φανάρι
Μεταφράσεις
φαναρτζίδικο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.