φανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανός οι φανοί
      γενική του φανού των φανών
    αιτιατική τον φανό τους φανούς
     κλητική φανέ φανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φανός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φανός (δαυλός), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική torch [1] Συγκρίνετε με το φανάρι.

Προφορά

ΔΦΑ : /faˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φανός

Ουσιαστικό

φανός αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι

  • φανός θυέλλης
  • φανός πέδησης
  • φανός πορείας
  • φανός ομίχλης
  • φανός λιμένος

Εκφράσεις

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις φανάρι και φαεινός

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φανός < συνηρημένος τύπος του φαεινός < φάος. Και ουσιαστικοποιημένο [1]

Επίθετο

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
φᾱνο-
ονομαστική φανός φανή τὸ φανόν
      γενική τοῦ φανοῦ τῆς φανῆς τοῦ φανοῦ
      δοτική τῷ φαν τῇ φαν τῷ φαν
    αιτιατική τὸν φανόν τὴν φανήν τὸ φανόν
     κλητική ! φανέ φανή φανόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φανοί αἱ φαναί τὰ φανᾰ́
      γενική τῶν φανῶν τῶν φανῶν τῶν φανῶν
      δοτική τοῖς φανοῖς ταῖς φαναῖς τοῖς φανοῖς
    αιτιατική τοὺς φανούς τὰς φανᾱ́ς τὰ φανᾰ́
     κλητική ! φανοί φαναί φανᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φανώ τὼ φανᾱ́ τὼ φανώ
      γεν-δοτ τοῖν φανοῖν τοῖν φαναῖν τοῖν φανοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

φανός, -ή, -όν

  1. φωτεινός, λαμπρός
  2. (για ρούχα) καθαρός, πλυμένος
    χρειάζεται παράθεμα Αριστοφάνης
  3. (μεταφορικά) εύθυμος, χαρωπός
  4. (μεταφορικά) πασιφανής

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις φαεινός, φαίνω και φάος

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φανός οἱ φανοί
      γενική τοῦ φανοῦ τῶν φανῶν
      δοτική τῷ φαν τοῖς φανοῖς
    αιτιατική τὸν φανόν τοὺς φανούς
     κλητική ! φανέ φανοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φανώ
γεν-δοτ τοῖν  φανοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

φανός συνήθως αρσενικό

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.