φανερά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φανερά < φανερός

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.neˈɾa/

Επίρρημα

φανερά

  1. όπως όλοι μπορούν να δουν
     συνώνυμα: ολοφάνερα, έκδηλα
  2. χωρίς καμία προσπάθεια απόκρυψης
     συνώνυμα: ανοιχτά

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

φανερά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.