πορνείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορνείο τα πορνεία
      γενική του πορνείου των πορνείων
    αιτιατική το πορνείο τα πορνεία
     κλητική πορνείο πορνεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πορνείο < αρχαία ελληνική πορνεῖον

Προφορά

ΔΦΑ : /poɾˈni.o/

Ουσιαστικό

πορνείο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.