φανερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φανερός η φανερή το φανερό
      γενική του φανερού της φανερής του φανερού
    αιτιατική τον φανερό τη φανερή το φανερό
     κλητική φανερέ φανερή φανερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φανεροί οι φανερές τα φανερά
      γενική των φανερών των φανερών των φανερών
    αιτιατική τους φανερούς τις φανερές τα φανερά
     κλητική φανεροί φανερές φανερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φανερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φανερός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fa.neˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φανερός

Επίθετο

φανερός, -ή, -ό

  1. που μπορεί κανείς να τον δει, ορατός
  2. που όλοι βλέπουν χωρίς δυσκολία, ολοφάνερος, έκδηλος, προφανής
  3. που γίνεται χωρίς προσπάθεια απόκρυψης

Αντώνυμα

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  φαίνομαι

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.