δασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δασμός οι δασμοί
      γενική του δασμού των δασμών
    αιτιατική τον δασμό τους δασμούς
     κλητική δασμέ δασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δασμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δασμός

Προφορά

ΔΦΑ : /ðaˈzmos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: δασμός

Ουσιαστικό

δασμός αρσενικό

  • (οικονομία) χρηματικό ποσό που καταβάλλεται στο κράτος κατά την εισαγωγή κυρίως ή σπανιότερα κατά την εξαγωγή εμπορεύματος
    Σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ υπολογίζονται οι διαφυγόντες δασμοί από το λαθρεμπόριο τσιγάρων.

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
δασμ- 

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

δασμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δασμός

Ουσιαστικό

δασμός αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δασμός οἱ δασμοί
      γενική τοῦ δασμοῦ τῶν δασμῶν
      δοτική τῷ δασμ τοῖς δασμοῖς
    αιτιατική τὸν δασμόν τοὺς δασμούς
     κλητική ! δασμέ δασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δασμώ
γεν-δοτ τοῖν  δασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δασμός < *δασ-σμός < *δατ-σμός με αφομοίωση [ts] > [ss] και απλοποίηση [ss] > s < θέμα δατ- του δατέομαι (διαιρώ, μοιράζω), μέλλοντας: δάσομαι, άλλη μορφή θεμάτων που συναντάμε στο δαίομαι (και δαίμων), στο δάπτω (και δαπάνη, δαψιλής) [1]

Ουσιαστικό

δασμός αρσενικό

Παράγωγα

 ετυμολογικό πεδίο 
δασμ- 

παράγωγα και σύνθετα:

  • ἄδασμος
  • ἀείδασμος
  • ἀναδασμός
  • ἀποδάσμιος
  • ἀποδασμός
  • δάσμα
  • δάσμευσις
  • δασμοφορέω
  • δασμοφορία
  • δασμοφόρος
  • δασμολογέω
  • δασμολογία
  • δασμολόγος
  • ἐπιδασμός

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.