πέρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πέρας τα πέρατα
      γενική του πέρατος των περάτων
    αιτιατική το πέρας τα πέρατα
     κλητική πέρας πέρατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέρας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πέρας

Ουσιαστικό

πέρας ουδέτερο

  1. το τέρμα, το τέλος,
  2. η ολοκλήρωση
    κηρύσσω το πέρας των εργασιών

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
περασ- περατ-
ονομαστική τὸ πέρᾰς τὰ πέρᾰτ
      γενική τοῦ πέρᾰτος τῶν περᾰ́των
      δοτική τῷ πέρᾰτ τοῖς πέρᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ πέρᾰς τὰ πέρᾰτ
     κλητική ! πέρᾰς πέρᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πέρᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  περᾰ́τοιν
Από τα έξι της Κατηγορίας, είναι το μόνο που έχει παντού θέμα σε ...ατ-
στις πτώσεις εκτός από το πέρας
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «πέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέρας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πέρας ουδέτερο

  1. το όριο
  2. το τέλος
  3. η τελειότητα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.