τελειοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τελειοποιώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τελειοποιώ < τέλειος + -ποιώ

Προφορά

ΔΦΑ : /te.li.o.piˈo/

Ρήμα

τελειοποιώ (παθητική φωνή: τελειοποιούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.