έξοδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έξοδο τα έξοδα
      γενική του εξόδου
& έξοδου
των εξόδων
    αιτιατική το έξοδο τα έξοδα
     κλητική έξοδο έξοδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έξοδο < μεσαιωνική ελληνική ξοδεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐξοδεύω < ἔξοδος

Ουσιαστικό

έξοδο ουδέτερο

  1. (συχνότερα στον πληθυντικό) χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να καλύψει τις ανάγκες του
    το παιδί τους μπήκε στο πανεπιστήμιο και έχουν να αντιμετωπίσουν τα έξοδα της πρώτης εγκατάστασης σε άλλη πόλη
    δεν είναι και μεγάλο έξοδο να παίρνεις μια εφημερίδα κάθε μέρα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

έξοδο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.