έξοδο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | έξοδο | τα | έξοδα |
| γενική | του | εξόδου & έξοδου |
των | εξόδων |
| αιτιατική | το | έξοδο | τα | έξοδα |
| κλητική | έξοδο | έξοδα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έξοδο < μεσαιωνική ελληνική ξοδεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐξοδεύω < ἔξοδος
Ουσιαστικό
έξοδο ουδέτερο
- (συχνότερα στον πληθυντικό) χρηματικό ποσό που καταβάλλει κάποιος για να καλύψει τις ανάγκες του
- το παιδί τους μπήκε στο πανεπιστήμιο και έχουν να αντιμετωπίσουν τα έξοδα της πρώτης εγκατάστασης σε άλλη πόλη
- δεν είναι και μεγάλο έξοδο να παίρνεις μια εφημερίδα κάθε μέρα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.