τελικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελικός η τελική το τελικό
      γενική του τελικού της τελικής του τελικού
    αιτιατική τον τελικό την τελική το τελικό
     κλητική τελικέ τελική τελικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελικοί οι τελικές τα τελικά
      γενική των τελικών των τελικών των τελικών
    αιτιατική τους τελικούς τις τελικές τα τελικά
     κλητική τελικοί τελικές τελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τελικός < αρχαία ελληνική τελικός < τέλος + -ικός

Προφορά

ΔΦΑ : /te.liˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /te.liˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /te.liˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

τελικός , -ή , -ό

  1. που είναι στο τέλος, ο τελευταίος
    Έφαγε το τελικό χτύπημα.
    Αυτή είναι η τελική έκδοση του εγγράφου που θα υποβάλω.

Εκφράσεις

  • μέχρι τελικής πτώσεως
  • σε τελική ανάλυση

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

τελικός αρσενικό

  1. (σε αθλήματα) ο τελευταίος αγώνας που θα κρίνει τον πρώτο από τον δεύτερο
    αύριο είναι ο τελικός του κυπέλλου

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.