ολοκλήρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ολοκλήρωση | οι | ολοκληρώσεις |
| γενική | της | ολοκλήρωσης* | των | ολοκληρώσεων |
| αιτιατική | την | ολοκλήρωση | τις | ολοκληρώσεις |
| κλητική | ολοκλήρωση | ολοκληρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ολοκληρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ολοκλήρωση < ολοκληρώνω
Ουσιαστικό
ολοκλήρωση θηλυκό
- το τελείωμα μιας ενέργειας, το αποτέλεσμα του ολοκληρώνω
- η γρήγορη ολοκλήρωση των διαβασμάτων απ' τους μαθητες οδηγεί σε περισσότερο ελεύθερο χρόνο
- (μαθηματικά) ο υπολογισμός του ολοκληρώματος, η διαδικασία υπολογισμού του
- (μεταφορικά) η εκσπερμάτιση
Μεταφράσεις
ολοκλήρωση
στα μαθηματικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.