ξεκίνημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεκίνημα | τα | ξεκινήματα |
| γενική | του | ξεκινήματος | των | ξεκινημάτων |
| αιτιατική | το | ξεκίνημα | τα | ξεκινήματα |
| κλητική | ξεκίνημα | ξεκινήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεκίνημα < ξεκινώ
Ουσιαστικό
ξεκίνημα ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ξεκινώ
- λίγο μετά το ξεκίνημα της πορείας, άρχισαν οι φασαρίες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.