τέλειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τέλειος η τέλεια το τέλειο
      γενική του τέλειου της τέλειας του τέλειου
    αιτιατική τον τέλειο την τέλεια το τέλειο
     κλητική τέλειε τέλεια τέλειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τέλειοι οι τέλειες τα τέλεια
      γενική των τέλειων των τέλειων των τέλειων
    αιτιατική τους τέλειους τις τέλειες τα τέλεια
     κλητική τέλειοι τέλειες τέλεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τέλειος < αρχαία ελληνική τέλειος

Επίθετο

τέλειος

  1. που έχει φτάσει στην τελειότητα· ιδανικός, ολοκληρωμένος, χωρίς ελάττωμα, αψεγάδιαστος, άψογος
  2. που κατέχει στον ύψιστο βαθμό μια ιδιότητα, ακόμη και αρνητική
    π.χ. τέλειος βλάκας

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.