τελευταίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τελευταίος | η | τελευταία | το | τελευταίο |
| γενική | του | τελευταίου | της | τελευταίας | του | τελευταίου |
| αιτιατική | τον | τελευταίο | την | τελευταία | το | τελευταίο |
| κλητική | τελευταίε | τελευταία | τελευταίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τελευταίοι | οι | τελευταίες | τα | τελευταία |
| γενική | των | τελευταίων | των | τελευταίων | των | τελευταίων |
| αιτιατική | τους | τελευταίους | τις | τελευταίες | τα | τελευταία |
| κλητική | τελευταίοι | τελευταίες | τελευταία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τελευταίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελευταῖος < τελευτή < τέλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /te.leˈfte.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐λευ‐ταί‐ος
Επίθετο
τελευταίος, -α, -ο
- που βρίσκεται στο τέλος μιας σειράς ή μιας ακολουθίας
- που αναφέρεται ή συνέβη στο κοντινό παρελθόν
- ↪ τα τελευταία νέα για τον καιρό
- ≈ συνώνυμα: πρόσφατος, φρέσκος
- ≠ αντώνυμα: προηγούμενος
- που βρίσκεται στο τέλος μιας αξιολογικής κλίμακας
- που έχει μικρή αξία ή σπουδαιότητα
- που αναφέρεται στο τέλος μιας σειράς
- ↪ σήμερα διάβασα εφημερίδα, έγραψα ένα γράμμα και διόρθωσα ασκήσεις. Το τελευταίο με κούρασε πολύ
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
στο τέλος μιας σειράς ή μιας ακολουθίας
|
στο κοντινό παρελθόν
|
→ δείτε τη λέξη πρόσφατος |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.