επιτέλους

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

επιτέλους < μεσαιωνική ελληνική ἐπὶ τέλους[1][2] ή συμφυρμός των φράσεων από την αρχαία ελληνική ἐπὶ τέλος (στο τέλος) & διὰ τέλους (μέχρι το τέλος, τελείως)[3]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈte.lus/

Επίρρημα

επιτέλους

Ετυμολογία 2

επιτέλους < το επίρρημα πιθανώς με επίδραση από τη γαλλική enfin[4][5]

Επιφώνημα

επιτέλους

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

Αναφορές

  1. επιτέλους - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. επιτέλους - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. επιτέλους - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  5. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.