τελωνείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τελωνείο τα τελωνεία
      γενική του τελωνείου των τελωνείων
    αιτιατική το τελωνείο τα τελωνεία
     κλητική τελωνείο τελωνεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τελωνείο < (ελληνιστική κοινή) τελωνεῖον / τελώνιον < αρχαία ελληνική τελώνης < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)

Ουσιαστικό

τελωνείο ουδέτερο

  • (οικονομία) κρατική υπηρεσία, εγκατεστημένη συνήθως στα σημεία εισόδου σε μια χώρα, η οποία ελέγχει τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα και επιβάλλει τους ανάλογους δασμούς (τέλη) καθώς και το κτήριο που αυτή στεγάζεται

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.