τελειότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τελειότητα | οι | τελειότητες |
| γενική | της | τελειότητας | των | τελειοτήτων |
| αιτιατική | την | τελειότητα | τις | τελειότητες |
| κλητική | τελειότητα | τελειότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τελειότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελειότης από την αιτιατική ενικού «τὴν τελειότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε τέλει(ος) + -ότητα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /te.liˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐λει‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
τελειότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του τέλειου, αυτού που είναι ολοκληρωμένος και χωρίς ψεγάδια
- ↪ Η νέα δουλειά του γνωστού γλύπτη αγγίζει την τελειότητα.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τέλος
Μεταφράσεις
τελειότητα
|
Πηγές
- τελειότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τελειότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.