έσχατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | έσχατος | η | έσχατη | το | έσχατο |
| γενική | του | έσχατου | της | έσχατης | του | έσχατου |
| αιτιατική | τον | έσχατο | την | έσχατη | το | έσχατο |
| κλητική | έσχατε | έσχατη | έσχατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | έσχατοι | οι | έσχατες | τα | έσχατα |
| γενική | των | έσχατων | των | έσχατων | των | έσχατων |
| αιτιατική | τους | έσχατους | τις | έσχατες | τα | έσχατα |
| κλητική | έσχατοι | έσχατες | έσχατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- έσχατος < αρχαία ελληνική ἔσχατος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.sxa.tos/
Επίθετο
έσχατος -η, -ο
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.