πληρότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πληρότητα | οι | πληρότητες |
| γενική | της | πληρότητας | των | πληροτήτων |
| αιτιατική | την | πληρότητα | τις | πληρότητες |
| κλητική | πληρότητα | πληρότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πληρότητα < ελληνιστική κοινή πληρότης < αρχαία ελληνική πλήρης
Ουσιαστικό
πληρότητα θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πλήρης
Μεταφράσεις
πληρότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.